Greek Meaning of okaying

εντάξει

Other Greek words related to εντάξει

Definitions and Meaning of okaying in English

okaying

approval, endorsement, all right, approve, authorize

FAQs About the word okaying

εντάξει

approval, endorsement, all right, approve, authorize

Εγκριτικός,επιβεβαιώνοντας,διαπίστευση,εξουσιοδοτώντας,τυποποίηση,homologation,επικυρώνοντας, εγκρίνοντας,επιβάλλων κυρώσεις,εγγυημένος,Εγκριντικός

μειούμενη,αρνούμενος,Απαγορεύει,αποδοκιμαστικός,Απορριπτικός,βάζω βέτο,απαγορευτικό,απόρριψη,απαγόρευση,αγνοώντας

okayed => εγκριθέν, ointments => αλοιφές, oinks => γρυλίσματα, oils => έλαια, oiling the palm of => δωροδοκία,