Greek Meaning of ointments
αλοιφές
Other Greek words related to αλοιφές
- Φάρμακα
- λοσιόν
- φάρμακα
- φάρμακα
- φίλτρα
- συνταγές
- θεραπευτικά μέσα
- τα κεφαλαία
- φάρμακα
- ενέσεις
- λινεμέντα
- Φάρμακα
- φαρμακευτικα φυτα
- φάρμακα
- Πανάκεια
- Φαρμακευτικά προϊόντα
- φυσική
- χάπια
- καταπλάσματα
- συνταγογραφούμενα φάρμακα
- αλοιφές
- οροί
- λεπτομέρειες
- Σιρόπια
- δισκία
- αντιβιοτικά
- αντισηπτικά
- βότανα
- κάψουλες
- Καθαρτικά
- cordials
- πανάκεια
- εμβρέγματα
- θαυματουργά φάρμακα
- Τα φάρμακα ευρεσιτεχνίας
- καθαρτικά
- ορός
- πλάνα
- σιρόπια
- βάμματα
- τονωτικά
- θαυματουργά φάρμακα
Nearest Words of ointments
Definitions and Meaning of ointments in English
ointments
a semisolid greasy medicine for use on the skin, a semisolid medicinal preparation usually having a base of fatty or greasy material, a salve or unguent for application to the skin
FAQs About the word ointments
αλοιφές
a semisolid greasy medicine for use on the skin, a semisolid medicinal preparation usually having a base of fatty or greasy material, a salve or unguent for app
Φάρμακα,λοσιόν,φάρμακα,φάρμακα,φίλτρα,συνταγές,θεραπευτικά μέσα,τα κεφαλαία,φάρμακα,ενέσεις
No antonyms found.
oinks => γρυλίσματα, oils => έλαια, oiling the palm of => δωροδοκία, oiling the hand of => Δωροδοκία, oiled the palm of => Έβαλα λάδι στην παλάμη του,