Greek Meaning of oiled the palm of
Έβαλα λάδι στην παλάμη του
Other Greek words related to Έβαλα λάδι στην παλάμη του
- αγορασμένο
- εξαγοράζω
- κατεστραμμένο
- έφτασε στο
- δωροδόκηση
- Άλειψε τον ανοιχτό χειροπίαρα
- παρακινημένος
- πληρωμένος
- πεπεισμένος
- προκάλεσε
- στο τετράγωνο
- παραποιημένο (με)
- δελεασčený
- διεστραμμένος
- είχε
- οδήγησε
- ταπεινωμένος
- ελκυστικό
- δόλωμα
- Γοητευμένος
- κατευνασμένος
- διεφθαρμένος
- βεβηλωμένος
- Υποβαθμισμένο
- ταπεινωμένος
- ατιμασμένος
- δελεαστικός
- σταθερός
- κολακευμένος
- παρότρυνε
- επαγόμενος
- δέλεασε
- διεστραμμένος
- δηλητηριασμένος
- βεβηλωμένος
- παγιδευμένος
- υποκινεί
- διεγερμένος
- ανέτρεψε
- μολυσμένος
- παγιδευμένος
- στραβός
Nearest Words of oiled the palm of
Definitions and Meaning of oiled the palm of in English
oiled the palm of
petroleum, unctuous or flattering speech, an oil color used by an artist, to take on fuel oil, a painting done in oils, artist's paints made of pigments and oil, any of numerous unctuous combustible substances that are liquid or can be liquefied easily on warming, are soluble in ether but not in water, and leave a greasy stain on paper or cloth, a substance (such as a cosmetic preparation) of oily consistency, bribe, tip, to put oil in or on, the petroleum industry, any of numerous unctuous combustible substances that are liquid or can be liquefied easily on warming, are soluble in ether but not in water, and leave a greasy stain on paper or cloth see essential oil, fatty oil, volatile oil, a painting done in oil colors, to smear, rub over, furnish, or lubricate with oil, any of numerous greasy flammable usually liquid substances from plant, animal, or mineral sources that do not dissolve in water and are used especially as lubricants, fuels, and food, a substance (as a cosmetic preparation) of oily consistency, something (as a cosmetic) like oil or containing an oil
FAQs About the word oiled the palm of
Έβαλα λάδι στην παλάμη του
petroleum, unctuous or flattering speech, an oil color used by an artist, to take on fuel oil, a painting done in oils, artist's paints made of pigments and oil
αγορασμένο,εξαγοράζω,κατεστραμμένο,έφτασε στο,δωροδόκηση,Άλειψε τον ανοιχτό χειροπίαρα,παρακινημένος,πληρωμένος,πεπεισμένος,προκάλεσε
No antonyms found.
oiled the hand of => Λαδωμένη χέρι, oil the palm of => Λαδώνω την παλάμη, oil the hand of => Λιπαίνω το χέρι, oil paintings => Ελαιογραφίες, ohs => ohs,