Greek Meaning of poisoned
δηλητηριασμένος
Other Greek words related to δηλητηριασμένος
Nearest Words of poisoned
- poison-berry => δηλητηριώδες μούρο
- poisonberry => Βασιλικός
- poisonable => δηλητηριώδης
- poison sumac => Τοξικό σουμάκι
- poison pea => Δηλητηριώδης αρακάς
- poison parsley => κώνειο
- poison oak => Φυτοκτόνο δέρμα
- poison milkweed => Ψορογκονούδι
- poison mercury => Τοξικό υδράργυρο
- poison ivy => Φαρμακερός κισσός
- poisoner => δηλητηριαστής
- poisoning => δηλητηρίαση
- poisonous => δηλητηριώδης
- poisonous nightshade => μελανό χνούδι
- poisonous parasol => Ομπρέλα του θανάτου
- poisonous plant => Δηλητηριώδες φυτό
- poisonous substance => Τοξική ουσία
- poisonously => Δηλητηριωδώς
- poisonsome => δηλητηριώδης
- poisson distribution => Κανονική κατανομή Poisson
Definitions and Meaning of poisoned in English
poisoned (imp. & p. p.)
of Poison
FAQs About the word poisoned
δηλητηριασμένος
of Poison
δηλητηριώδης,τοξικός,δηλητηριώδης,ολέθριος,μεταδοτικός,θανατηφόρος,επιβλαβής,δηλητηριασμένος,μοιραίος,επιβλαβές
επωφελής,καλοήθης,θεραπευτικός,ακίνδυνος,υγιής,υγιής,χρήσιμος,μη δηλητηριώδης,μη τοξικό,παρηγορητικό
poison-berry => δηλητηριώδες μούρο, poisonberry => Βασιλικός, poisonable => δηλητηριώδης, poison sumac => Τοξικό σουμάκι, poison pea => Δηλητηριώδης αρακάς,