Greek Meaning of led on
οδήγησε
Other Greek words related to οδήγησε
- δέλεασε
- πεπεισμένος
- δελεασčený
- ελκυστικό
- δόλωμα
- Γοητευμένος
- προδομένος/η
- παραπλανημένος
- σκίτσαρε
- δελεαστικός
- παγιδευμένος (σε)
- ζητούμενος
- αιχμάλωτος
- πιάστηκε
- γοητευμένος
- γοητευμένος
- μπλεγμένος
- Παγιδευμένος
- παγιδευμένος
- γοητευμένος
- μπλεγμένος
- παρέσυρε
- μαγνητισμένος
- δικτυωμένο
- παγιδευμένος
- χιονισμένος
- μπερδεμένος
- παγιδευμένος
Nearest Words of led on
- led one down the garden path => παραπλανώ κάποιον να κάνει κάτι
- led one up the garden path => έβαλε κάποιον να τρέξει κυνήγι
- ledgers => καθολικά
- leeches => Βδέλλες
- leer (at) => κοιτάζω επίμονα
- leered (at) => κοίταζε με κακία
- leering (at) => αγριοκοιτάζω
- leers => βλέμματα
- leewards => κατωθέα
- left (out) => αριστερά (έξω)
Definitions and Meaning of led on in English
led on
to entice or induce to adopt or continue in a course or belief especially when unwise or mistaken, to persuade to take up or continue in a course of action or belief when unwise or mistaken
FAQs About the word led on
οδήγησε
to entice or induce to adopt or continue in a course or belief especially when unwise or mistaken, to persuade to take up or continue in a course of action or b
δέλεασε,πεπεισμένος,δελεασčený,ελκυστικό,δόλωμα,Γοητευμένος,προδομένος/η,παραπλανημένος,σκίτσαρε,δελεαστικός
ειδοποιημένος,προειδοποίησε,οδήγησε (μακριά ή έφυγε),απορρίφθηκε,προειδοποίησε,προειδοποιημένος,αποφεύχθηκε (από),απωθημένος
led off => που ηγήθηκε, lectures => διαλέξεις, lectors => αναγνώστες, lechers => άσελγοι, leaving off => παύω,