Greek Meaning of left (out)

αριστερά (έξω)

Other Greek words related to αριστερά (έξω)

Definitions and Meaning of left (out) in English

left (out)

to not include or mention (someone or something)

FAQs About the word left (out)

αριστερά (έξω)

to not include or mention (someone or something)

Εξαιρούμενος,έχασα (é-cha-sa),παραλειπόμενο,εμπόδισε,απαγορευμένος,απαγορευμένο,αρνηθεί,αποκλείστηκε,απορριφθείς,αποκλείστηκε

φόρεσε,Αποτελούνταν (από),περιεχομενη,συμπεριλαμβανομένης,εμπλεκόμενος,αριθμημένος,Κατάλαβα,αποτελούμενος,αγκαλιάστηκε,περιελάμβανε

leewards => κατωθέα, leers => βλέμματα, leering (at) => αγριοκοιτάζω, leered (at) => κοίταζε με κακία, leer (at) => κοιτάζω επίμονα,