FAQs About the word leering (at)

αγριοκοιτάζω

παρατηρώντας,κοιτώ έντονα,κοιτάζοντας,χασμουρητό,κοιτώντας επίμονα,Κοιτάζω επίμονα,επίμονο βλέμμα,χαζεύω,εκτυφλωτικός,γουρλώνοντας

No antonyms found.

leered (at) => κοίταζε με κακία, leer (at) => κοιτάζω επίμονα, leeches => Βδέλλες, ledgers => καθολικά, led one up the garden path => έβαλε κάποιον να τρέξει κυνήγι,