FAQs About the word making eyes (at)

κοιτώ έντονα

παρατηρώντας,αγριοκοιτάζω,κοιτάζοντας,επίμονο βλέμμα,χασμουρητό,χαζεύω,κοιτώντας επίμονα,εκτυφλωτικός,γουρλώνοντας,Κοιτάζω επίμονα

No antonyms found.

making ends meet => Κάνω δουλειές του ποδαριού, making ducks and drakes of => Πετάω τα λεφτά μου, making do => Τα βγάζουμε πέρα, making amends for => αποζημιώνω για, making a face => κατσούφιασμα,