Greek Meaning of making off with

κλέβοντας

Other Greek words related to κλέβοντας

Definitions and Meaning of making off with in English

making off with

to leave in haste, grab, steal, to take away

FAQs About the word making off with

κλέβοντας

to leave in haste, grab, steal, to take away

τρέχοντας και φεύγοντας με,Κλοπή,σάρωση,φεύγοντας με,ιδιοποίηση,κλοπή,αρπάζοντας,εθιστικό,αναποδογυρίζω,ανύψωση

αγορά,Αγορά,συμβάλλοντα,Giving = Δίνοντας,παράδοση,παρουσιάζοντας,απονέμοντας,δωρίζω

making off => making of, making much of => δίνει μεγάλη σημασία στο, making it (through) => καταφέρνοντάς το, making good on => εκπλήρωση, making good for => καλό για,