Greek Meaning of nicking
εγκοπή
Other Greek words related to εγκοπή
- Κλοπή
- σάρωση
- ιδιοποίηση
- κλοπή
- αρπάζοντας
- εθιστικό
- ανύψωση
- τσίμπημα
- κλοπή
- πρέσσα
- βάζω στην τσέπη
- Ληστεία
- κλοπή
- υπεξαίρεση
- κλοπή
- αρπαγή
- μαγκουφιά
- απαγωγής
- ενίσχυση
- Κλοπή αυτοκινήτου
- αρπαγή
- αεροπειρατεία
- αεροπειρατεία
- λεηλασία
- κάρφωμα
- συγκομιδή
- λεηλασία
- λεηλασία
- λαθροθηρία
- σπειρώματα κάννης
- θρόισμα
- απόλυση
- κατάσχεση
- κλοπή από κατάστημα
- λήψη
- Εισβολή σε ξένη κατοικία
- κολάρο
- αναποδογυρίζω
- κλέβοντας
- ζητιανιά
- απάτη
- τρέχοντας και φεύγοντας με
- πνευματώδης
- σπογγώδης
- φεύγοντας με
Nearest Words of nicking
Definitions and Meaning of nicking in English
nicking (p. pr. & vb. n.)
of Nick
nicking (v. t.)
The cutting made by the hewer at the side of the face.
Small coal produced in making the nicking.
FAQs About the word nicking
εγκοπή
of Nick, The cutting made by the hewer at the side of the face., Small coal produced in making the nicking.
Κλοπή,σάρωση,ιδιοποίηση,κλοπή,αρπάζοντας,εθιστικό,ανύψωση,τσίμπημα,κλοπή,πρέσσα
αγορά,Giving = Δίνοντας,Αγορά,συμβάλλοντα,παρουσιάζοντας,απονέμοντας,δωρίζω,παράδοση
nicker tree => Νίκερ, nicker seed => Σπόροι νίκερ, nicker nut => κάρυο nicker, nicker => Νικέλιο, nickelous => νικελο,