Greek Meaning of carjacking

Κλοπή αυτοκινήτου

Other Greek words related to Κλοπή αυτοκινήτου

Definitions and Meaning of carjacking in English

Wordnet

carjacking (n)

the violent theft of an occupied car

FAQs About the word carjacking

Κλοπή αυτοκινήτου

the violent theft of an occupied car

απαγωγή,αεροπειρατεία,κλοπή από κατάστημα,Κλοπή με διάρρηξη,λεηλασία,υπεξαίρεση,αεροπειρατεία,λεηλασία,μικροκλοπή,Κλοπή

No antonyms found.

carjack => αρπαγή αυτοκινήτου, carissa plum => Καρύσσα, carissa macrocarpa => Πρινος, carissa grandiflora => Καρρίσα η μεγαλανθή, carissa bispinosa => Καρία δισπινόζου,