Greek Meaning of carjacking
Κλοπή αυτοκινήτου
Other Greek words related to Κλοπή αυτοκινήτου
- απαγωγή
- αεροπειρατεία
- κλοπή από κατάστημα
- Κλοπή με διάρρηξη
- λεηλασία
- υπεξαίρεση
- αεροπειρατεία
- λεηλασία
- μικροκλοπή
- Κλοπή
- κλοπή
- κλοπή
- λεηλασία
- λεηλασία
- λαθροθηρία
- Σαγκάη
- Σpoliation
- ληστεία
- λεηλασία
- υπεξαίρεση
- κλοπή
- Μόσχευμα
- διάρρηξη
- κλοπή
- εσφαλμένη εφαρμογή
- Απαλλοτρίωση
- υπεξαίρεση
- πειρατεία
- κλοπή
- θρόισμα
- λαθρεμπόριο
- Κλοπή
- κλοπή
- κλοπή
Nearest Words of carjacking
- cark => Δεν υπάρχει
- carkanet => κολιέ
- carking => ανησυχητικός
- carl => Καρλ
- carl anderson => Καρλ Άντερσον
- carl august nielsen => Καρλ Άουγκουστ Νίλσεν
- carl clinton van doren => Καρλ Κλίντον Φαν Ντόρεν
- carl david anderson => Καρλ Ντέιβιντ Άντερσον
- carl gustaf mossander => Καρλ Γκούσταβ Μοσαντερ
- carl gustav jung => Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ
Definitions and Meaning of carjacking in English
carjacking (n)
the violent theft of an occupied car
FAQs About the word carjacking
Κλοπή αυτοκινήτου
the violent theft of an occupied car
απαγωγή,αεροπειρατεία,κλοπή από κατάστημα,Κλοπή με διάρρηξη,λεηλασία,υπεξαίρεση,αεροπειρατεία,λεηλασία,μικροκλοπή,Κλοπή
No antonyms found.
carjack => αρπαγή αυτοκινήτου, carissa plum => Καρύσσα, carissa macrocarpa => Πρινος, carissa grandiflora => Καρρίσα η μεγαλανθή, carissa bispinosa => Καρία δισπινόζου,