Greek Meaning of housebreaking
διάρρηξη
Other Greek words related to διάρρηξη
- Κλοπή με διάρρηξη
- κλοπή
- Κλοπή
- κλοπή
- απαγωγή
- υπεξαίρεση
- υπεξαίρεση
- Μόσχευμα
- εσφαλμένη εφαρμογή
- Απαλλοτρίωση
- υπεξαίρεση
- μικροκλοπή
- Κλοπή
- κλοπή
- κλοπή
- κλοπή από κατάστημα
- κλοπή
- Κλοπή αυτοκινήτου
- λεηλασία
- κλοπή
- αεροπειρατεία
- αεροπειρατεία
- λεηλασία
- λεηλασία
- λεηλασία
- λαθροθηρία
- κλοπή
- θρόισμα
- Σαγκάη
- λαθρεμπόριο
- Σpoliation
Nearest Words of housebreaking
- housebreaker => ληστής
- housebreak => εκπαιδεύω στην καθαριότητα
- housebound => καθηλωμένος στο σπίτι
- housebote => Σπίτι στη βάρκα
- house wren => Τρυποφράχτης
- house trailer => Τρέιλερ κατοικιών
- house sparrow => Σπουργίτι
- house snake => Οικιακός όφις
- house sitter => Φύλακας σπιτιού
- house servant => υπηρέτης
Definitions and Meaning of housebreaking in English
housebreaking (n)
trespassing for an unlawful purpose; illegal entrance into premises with criminal intent
housebreaking (n.)
The act of breaking open and entering, with a felonious purpose, the dwelling house of another, whether done by day or night. See Burglary, and To break a house, under Break.
FAQs About the word housebreaking
διάρρηξη
trespassing for an unlawful purpose; illegal entrance into premises with criminal intentThe act of breaking open and entering, with a felonious purpose, the dwe
Κλοπή με διάρρηξη,κλοπή,Κλοπή,κλοπή,απαγωγή,υπεξαίρεση,υπεξαίρεση,Μόσχευμα,εσφαλμένη εφαρμογή,Απαλλοτρίωση
No antonyms found.
housebreaker => ληστής, housebreak => εκπαιδεύω στην καθαριότητα, housebound => καθηλωμένος στο σπίτι, housebote => Σπίτι στη βάρκα, house wren => Τρυποφράχτης,