Greek Meaning of housebote
Σπίτι στη βάρκα
Other Greek words related to Σπίτι στη βάρκα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of housebote
- house wren => Τρυποφράχτης
- house trailer => Τρέιλερ κατοικιών
- house sparrow => Σπουργίτι
- house snake => Οικιακός όφις
- house sitter => Φύλακας σπιτιού
- house servant => υπηρέτης
- house physician => ειδικευόμενος ιατρός
- house party => πάρτι σπιτιού
- house painting => βάψιμο σπιτιού
- house painter => Μπαζούκας
- housebound => καθηλωμένος στο σπίτι
- housebreak => εκπαιδεύω στην καθαριότητα
- housebreaker => ληστής
- housebreaking => διάρρηξη
- housebroken => Εκπαιδευμένος
- housebuilder => κατασκευαστής κατοικιών
- house-builder => Κατασκευαστής κατοικιών
- housecarl => Χάουσκάρλ
- houseclean => καθαρισμός του σπιτιού
- housecleaning => καθάρισμα
Definitions and Meaning of housebote in English
housebote (n.)
Wood allowed to a tenant for repairing the house and for fuel. This latter is often called firebote. See Bote.
FAQs About the word housebote
Σπίτι στη βάρκα
Wood allowed to a tenant for repairing the house and for fuel. This latter is often called firebote. See Bote.
No synonyms found.
No antonyms found.
house wren => Τρυποφράχτης, house trailer => Τρέιλερ κατοικιών, house sparrow => Σπουργίτι, house snake => Οικιακός όφις, house sitter => Φύλακας σπιτιού,