Greek Meaning of rustling
θρόισμα
Other Greek words related to θρόισμα
- απαγωγή
- λεηλασία
- αεροπειρατεία
- λεηλασία
- λεηλασία
- λεηλασία
- λαθροθηρία
- λαθρεμπόριο
- Σpoliation
- ληστεία
- Κλοπή αυτοκινήτου
- λεηλασία
- υπεξαίρεση
- κλοπή
- Μόσχευμα
- αεροπειρατεία
- μικροκλοπή
- Κλοπή
- κλοπή
- κλοπή
- πειρατεία
- κλοπή από κατάστημα
- Κλοπή
- Κλοπή με διάρρηξη
- υπεξαίρεση
- διάρρηξη
- κλοπή
- εσφαλμένη εφαρμογή
- Απαλλοτρίωση
- υπεξαίρεση
- Σαγκάη
- κλοπή
- κλοπή
- κλοπή
Nearest Words of rustling
- rustproof => αντιδιαβρωτικό
- rustproofed => ανοξείδωτος
- rust-red => Σκουριασμένο κόκκινο
- rust-resistant => ανοξείδωτος
- rusty => Σκουριασμένος
- rusty blackbird => Μυροκότσυφας
- rusty grackle => Μπουφόνος οκτώ προσωπίων
- rusty rig => Σκουριασμένη εξάρτυση
- rusty woodsia => Γούντια η σκουριασμένη
- rusty-brown => Σκουριασμένο καφέ
Definitions and Meaning of rustling in English
rustling (n)
the stealing of cattle
a light noise, like the noise of silk clothing or leaves blowing in the wind
rustling (s)
characterized by soft sounds
rustling (p. pr. & vb. n.)
of Rustle
FAQs About the word rustling
θρόισμα
the stealing of cattle, a light noise, like the noise of silk clothing or leaves blowing in the wind, characterized by soft soundsof Rustle
απαγωγή,λεηλασία,αεροπειρατεία,λεηλασία,λεηλασία,λεηλασία,λαθροθηρία,λαθρεμπόριο,Σpoliation,ληστεία
Έρπων,ερπετό,σέρνοντας,επίμονος,σκουντούμπι,ανακάτεμα,Κρεμασμένο (γύρω ή έξω),πλανόδιος,αναβάλλω,κωλυσιεργία
rustless => Ανθεκτικό στη σκουριά, rustler => Κλοπή βοοειδών, rustled => θρόισμα, rustle => Θρόισμα, rusting => σκουριά,