Greek Meaning of rusticity
χωριάτικος
Other Greek words related to χωριάτικος
- αφέλεια
- Αγροτικότητα
- βαρβαρότητα
- Αγροτικότητα
- γελωτοποιία
- Αδρότητα
- χυδαιότητα
- Ακαμψία
- αγένεια
- αναλήθεια
- ασχήμια
- χυδαιότητα
- ωμότητα
- τραχύτητα
- φασαρία
- Άγευστος
- αγένεια
- χυδαιότητα
- Συνήθεια
- Αδεξιότητα
- μεικτό
- αναλγησία
- κιτς
- ταπεινότητα
- Αγένεια
- αγένεια
- απλοϊκότητα
- ανανδρία
- Αναλγησία
- κολλητικότητα
- απερισκεψία
Nearest Words of rusticity
Definitions and Meaning of rusticity in English
rusticity (n)
the quality of being rustic or gauche
rusticity (n.)
The quality or state of being rustic; rustic manners; rudeness; simplicity; artlessness.
FAQs About the word rusticity
χωριάτικος
the quality of being rustic or gaucheThe quality or state of being rustic; rustic manners; rudeness; simplicity; artlessness.
αφέλεια,Αγροτικότητα,βαρβαρότητα,Αγροτικότητα,γελωτοποιία,Αδρότητα,χυδαιότητα,Ακαμψία,αγένεια,αναλήθεια
καλλιέργεια,κομψότητα,ευγένεια,γυάλισμα,εκλέπτυνση,ευγένεια,εξέταση,ευγένεια,ευγένεια,χάρις
rusticism => ρουστίκ, rustication => ρουστίκ, rusticating => αγροτικός, rusticated => ρουστίκ, rusticate => εξορίζω,