Greek Meaning of inelegance

ασχήμια

Other Greek words related to ασχήμια

Definitions and Meaning of inelegance in English

Wordnet

inelegance (n)

the quality of lacking refinement and good taste

Webster

inelegance (n.)

Alt. of Inelegancy

FAQs About the word inelegance

ασχήμια

the quality of lacking refinement and good tasteAlt. of Inelegancy

αφέλεια,Αγροτικότητα,βαρβαρότητα,Αγροτικότητα,Αδεξιότητα,φασαρία,χωριάτικος,αγένεια,απλοϊκότητα,γελωτοποιία

καλλιέργεια,κομψότητα,ευγένεια,γυάλισμα,εκλέπτυνση,Γεύση,ευγένεια,εξέταση,ευγένεια,ευγένεια

inelasticity => ανανελαστικότητα, inelastic => ανελαστικό, inelaborate => απλός, inefficiently => αναποτελεσματικά, inefficient => αναποτελεσματικός,