Greek Meaning of rustily

σκουριασμένο

Other Greek words related to σκουριασμένο

Definitions and Meaning of rustily in English

Webster

rustily (adv.)

In a rusty state.

FAQs About the word rustily

σκουριασμένο

In a rusty state.

ξεπερασμένος,αρχαϊκός,μεσαιωνικός,παρωχημένος,παλιό,προϊστορικός,γήρανση,γήρανση,αρχαίος,αντίκα

Σύγχρονο,τρέχων,φρέσκος,μοντέρνος,νέος,πρόσφατος,Ενημερωμένος,Λειτουργικός,λειτουργικός,Mod

rusticly => αγροτικά, rusticity => χωριάτικος, rusticism => ρουστίκ, rustication => ρουστίκ, rusticating => αγροτικός,