Greek Meaning of rustled

θρόισμα

Other Greek words related to θρόισμα

Definitions and Meaning of rustled in English

Webster

rustled (imp. & p. p.)

of Rustle

FAQs About the word rustled

θρόισμα

of Rustle

βοσκούν,εκμεταλλευμένος,βρέθηκε,βοσκότοπος,έφαγε,περιηγήθηκα,δαγκωμένο,μεγάλου βεληνεκούς,εφοδιασμένος

έρποντας,έρπει,σύρθηκε,καθυστερημένος,έμεινε,τρύπησε,Βημάτιζε,καθυστερείν,αργοπορώ,Κρεμασμένος (γύρω ή έξω)

rustle => Θρόισμα, rusting => σκουριά, rustiness => σκουριά, rustily => σκουριασμένο, rusticly => αγροτικά,