Greek Meaning of stocked
εφοδιασμένος
Other Greek words related to εφοδιασμένος
- διανεμήθηκε
- διανεμημένος
- δωρεά
- Εξοπλισμένος
- εξοπλισμένος
- επιπλωμένος
- εφοδιασμένος
- παρουσιάζεται
- προμηθευμένος
- στημένος
- αποθηκευμένο
- δοθείς
- εξοπλισμένος
- εξοπλισμένος
- εκχωρημένος
- διατεθεί
- κατανεμημένο
- οπλισμένος
- εκχωρηθείς
- απονεμημένος
- συνεισέφερε
- διανεμηθεί
- διένεμε
- Εξοπλίζω
- οχυρωμένος
- περιζωσμένος
- περίμετρος
- διανεμήθηκε
- εξοπλισμένος
- μετρημένος (έξω)
- μερίδες
- προετοιμασμένος
- αναλογικός
- έδωσε
- κατανεμημένος
- κατατμημένος (έξω)
- Επανεξοπλισμένο
- Επανεξοπλισμένος
- Ανακαινισμένο
- Ανακαινισμένο
Nearest Words of stocked
- stocked with => εξοπλισμένο με
- stocker => αποθηκάριος
- stockfish => Πάστος μπακαλιάρος
- stockholder => μέτοχος
- stockholder of record => Καταχωρημένος μέτοχος
- stockholders meeting => Γενική Συνέλευση
- stockholding => Μετοχική συμμετοχή
- stockholdings => μετοχές
- stockholm => Στοκχόλμη
- stockhorn => Στόκχορν
Definitions and Meaning of stocked in English
stocked (s)
furnished with more than enough
FAQs About the word stocked
εφοδιασμένος
furnished with more than enough
διανεμήθηκε,διανεμημένος,δωρεά,Εξοπλισμένος,εξοπλισμένος,επιπλωμένος,εφοδιασμένος,παρουσιάζεται,προμηθευμένος,στημένος
στερημένος,αποστερημένος,εκχωρήθηκε,γυμνός,стрипт
stockcar => στόκ-καρ, stockbroker belt => Ζώνη χρηματιστή, stockbroker => Χρηματιστής, stockade => πασσαλοπήγαδο, stock warrant => Εντολή αγοράς μετοχών,
![rightside-image](https://ezeedictionary.com/assests/images/rightside.gif)
![rightside](https://ezeedictionary.com/assests/images/rightside.gif)