Greek Meaning of stockbroker
Χρηματιστής
Other Greek words related to Χρηματιστής
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of stockbroker
- stockbroker belt => Ζώνη χρηματιστή
- stockcar => στόκ-καρ
- stocked => εφοδιασμένος
- stocked with => εξοπλισμένο με
- stocker => αποθηκάριος
- stockfish => Πάστος μπακαλιάρος
- stockholder => μέτοχος
- stockholder of record => Καταχωρημένος μέτοχος
- stockholders meeting => Γενική Συνέλευση
- stockholding => Μετοχική συμμετοχή
Definitions and Meaning of stockbroker in English
stockbroker (n)
an agent in the buying and selling of stocks and bonds
FAQs About the word stockbroker
Χρηματιστής
an agent in the buying and selling of stocks and bonds
No synonyms found.
No antonyms found.
stockade => πασσαλοπήγαδο, stock warrant => Εντολή αγοράς μετοχών, stock up => Αποθηκεύω, stock trader => χρηματιστής, stock ticker => Τicker χρηματιστηρίου,