Greek Meaning of stockholder
μέτοχος
Other Greek words related to μέτοχος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of stockholder
- stockholder of record => Καταχωρημένος μέτοχος
- stockholders meeting => Γενική Συνέλευση
- stockholding => Μετοχική συμμετοχή
- stockholdings => μετοχές
- stockholm => Στοκχόλμη
- stockhorn => Στόκχορν
- stockily => Χοντροκομμένος
- stock-index futures => Σταθερά Συμβόλαια Μελλοντικής Εκπλήρωσης Επιδείκτη Μετοχών
- stockinet => τρικώ
- stockinette => Μπλούζες
Definitions and Meaning of stockholder in English
stockholder (n)
someone who holds shares of stock in a corporation
FAQs About the word stockholder
μέτοχος
someone who holds shares of stock in a corporation
No synonyms found.
No antonyms found.
stockfish => Πάστος μπακαλιάρος, stocker => αποθηκάριος, stocked with => εξοπλισμένο με, stocked => εφοδιασμένος, stockcar => στόκ-καρ,