Greek Meaning of stockily

Χοντροκομμένος

Other Greek words related to Χοντροκομμένος

Definitions and Meaning of stockily in English

Wordnet

stockily (r)

so as to be stocky

FAQs About the word stockily

Χοντροκομμένος

so as to be stocky

παχύσαρκος,χάσκι,παχουλός,γεροδεμένος,κοντόχοντρος,γερός,Χοντρός,γεροδεμένος,ογκώδης,Μυώδης

γωνιακός,οστεώδης,λεπτός,εύθραυστος,εύθραυστος,αδύνατος,Λιγερός,άπαχο,αδύναμος,νευρώδης

stockhorn => Στόκχορν, stockholm => Στοκχόλμη, stockholdings => μετοχές, stockholding => Μετοχική συμμετοχή, stockholders meeting => Γενική Συνέλευση,