Greek Meaning of stockily
Χοντροκομμένος
Other Greek words related to Χοντροκομμένος
- παχύσαρκος
- χάσκι
- παχουλός
- γεροδεμένος
- κοντόχοντρος
- γερός
- Χοντρός
- γεροδεμένος
- ογκώδης
- Μυώδης
- παχουλός
- χοντρός
- κοντόχοντρος
- λίπος
- γεμάτος
- βαρύς
- παχουλός
- γύρος
- Καθίσματα
- Σκυφτός
- κοντόχοντρος
- παχύς
- μυώδης
- κορpulεντ
- χαλαρός
- Σαρκώδης
- αηδιαστικός
- παχύσαρκος
- Παχυσαρκία
- παχύσαρκος
- παχύσαρκος
- Κοιλαράς
- τηγανίτα
- στρογγυλός
- μαλακός
- παχουλός
- βαρύς
- γωνιακός
- οστεώδης
- λεπτός
- εύθραυστος
- εύθραυστος
- αδύνατος
- Λιγερός
- άπαχο
- αδύναμος
- νευρώδης
- αδύνατο
- λεπτή
- αδύνατος
- εφεδρικό
- λεπτός
- αδύνατος
- ταλαιπωρημένος
- ψηλόλιγνος
- αδύνατο
- κοκαλιάρης
- αδύνατος
- σκελετικός
- ελαφρύ
- σκληρός
- Ανορεξικός
- οστεώδης
- πτωματώδης
- αδύνατος
- Κλαδάκι
- σφηκοειδής
- σπαταλημένος
- ζιζανιώδης
- λυγερός
Nearest Words of stockily
- stockhorn => Στόκχορν
- stockholm => Στοκχόλμη
- stockholdings => μετοχές
- stockholding => Μετοχική συμμετοχή
- stockholders meeting => Γενική Συνέλευση
- stockholder of record => Καταχωρημένος μέτοχος
- stockholder => μέτοχος
- stockfish => Πάστος μπακαλιάρος
- stocker => αποθηκάριος
- stocked with => εξοπλισμένο με
- stock-index futures => Σταθερά Συμβόλαια Μελλοντικής Εκπλήρωσης Επιδείκτη Μετοχών
- stockinet => τρικώ
- stockinette => Μπλούζες
- stocking => κάλτσα
- stocking cap => Καλσόν
- stocking filler => γέμιση κάλτσας
- stocking stuffer => Δώρο για τη κάλτσα
- stockinged => με κάλτσες
- stock-in-trade => Αποθεματικό εμπορεύματος
- stockist => αντιπρόσωπος
Definitions and Meaning of stockily in English
stockily (r)
so as to be stocky
FAQs About the word stockily
Χοντροκομμένος
so as to be stocky
παχύσαρκος,χάσκι,παχουλός,γεροδεμένος,κοντόχοντρος,γερός,Χοντρός,γεροδεμένος,ογκώδης,Μυώδης
γωνιακός,οστεώδης,λεπτός,εύθραυστος,εύθραυστος,αδύνατος,Λιγερός,άπαχο,αδύναμος,νευρώδης
stockhorn => Στόκχορν, stockholm => Στοκχόλμη, stockholdings => μετοχές, stockholding => Μετοχική συμμετοχή, stockholders meeting => Γενική Συνέλευση,