Greek Meaning of stockinged
με κάλτσες
Other Greek words related to με κάλτσες
Nearest Words of stockinged
- stocking stuffer => Δώρο για τη κάλτσα
- stocking filler => γέμιση κάλτσας
- stocking cap => Καλσόν
- stocking => κάλτσα
- stockinette => Μπλούζες
- stockinet => τρικώ
- stock-index futures => Σταθερά Συμβόλαια Μελλοντικής Εκπλήρωσης Επιδείκτη Μετοχών
- stockily => Χοντροκομμένος
- stockhorn => Στόκχορν
- stockholm => Στοκχόλμη
Definitions and Meaning of stockinged in English
stockinged (s)
wearing stockings
FAQs About the word stockinged
με κάλτσες
wearing stockings
κάλτσα,Μάνικα,κάλτσες,Κάλτσες στήριξης
στερητικός,απόσυρση,στέρηση ιδιοκτησίας,αποεπένδυση
stocking stuffer => Δώρο για τη κάλτσα, stocking filler => γέμιση κάλτσας, stocking cap => Καλσόν, stocking => κάλτσα, stockinette => Μπλούζες,