FAQs About the word stockman

Κτηνοτρόφος

farmer who breed or raises livestock

κτηνοτρόφος,ιππέας,Γελαδάρης,Κάουμπόι,βοσκός,βοσκός,Γκάουτσο,Ποιμένας,βοσκός,ιππέας

No antonyms found.

stockjobber => Χρηματιστής, stockist => αντιπρόσωπος, stock-in-trade => Αποθεματικό εμπορεύματος, stockinged => με κάλτσες, stocking stuffer => Δώρο για τη κάλτσα,