Greek Meaning of stockjobber
Χρηματιστής
Other Greek words related to Χρηματιστής
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of stockjobber
- stockist => αντιπρόσωπος
- stock-in-trade => Αποθεματικό εμπορεύματος
- stockinged => με κάλτσες
- stocking stuffer => Δώρο για τη κάλτσα
- stocking filler => γέμιση κάλτσας
- stocking cap => Καλσόν
- stocking => κάλτσα
- stockinette => Μπλούζες
- stockinet => τρικώ
- stock-index futures => Σταθερά Συμβόλαια Μελλοντικής Εκπλήρωσης Επιδείκτη Μετοχών
Definitions and Meaning of stockjobber in English
stockjobber (n)
one who deals only with brokers or other jobbers
FAQs About the word stockjobber
Χρηματιστής
one who deals only with brokers or other jobbers
No synonyms found.
No antonyms found.
stockist => αντιπρόσωπος, stock-in-trade => Αποθεματικό εμπορεύματος, stockinged => με κάλτσες, stocking stuffer => Δώρο για τη κάλτσα, stocking filler => γέμιση κάλτσας,