Greek Meaning of stocks
μετοχές
Other Greek words related to μετοχές
- κλάν
- οικογένειες
- σπίτια
- Φυλές
- φυλές
- Αίμα
- απόγονοι
- απόγονοι
- δυναστείες
- άνθρωποι
- νοικοκυριά
- συγγενείς
- συγγένεια
- Γενεές
- γραμμές
- άνθρωποι
- Μικτές οικογένειες
- γέννες
- μέλη της φυλής
- εκτεταμένες οικογένειες
- ζητήματα
- συγγενείς
- συγγενείς
- συγγενείς
- συγγενείς
- Πυρηνικές οικογένειες
- απόγονος
- απόγονοι
- απόγονοι
- συγγενείς
- Απόγονοι
- σπόρος
- σπόροι
Nearest Words of stocks
Definitions and Meaning of stocks in English
stocks (n)
a frame that supports a boat while it is under construction
a frame for constraining an animal while it is receiving veterinary attention or while being shod
a former instrument of punishment consisting of a heavy timber frame with holes in which the feet (and sometimes the hands) of an offender could be locked
FAQs About the word stocks
μετοχές
a frame that supports a boat while it is under construction, a frame for constraining an animal while it is receiving veterinary attention or while being shod,
κλάν,οικογένειες,σπίτια,Φυλές,φυλές,Αίμα,απόγονοι,απόγονοι,δυναστείες,άνθρωποι
γεννήσεις,εκχυλίσεις,καταγωγή,γενεαλογικά δέντρα,καταγωγές,καταβάσεις
stockroom => αποθήκη, stock-purchase warrant => Δικαίωμα αγοράς μετοχών, stockpot => Χύτρα, stockpiling => Αποθήκευση, stockpile => απόθεμα,