Greek Meaning of origins
καταγωγή
Other Greek words related to καταγωγή
- κούνιες
- ρίζες
- πηγές
- αρχές
- αρχές
- Γραμματοσειρές
- πηγές
- σιντριβάνια
- γένεση
- πηγές
- πηγάδια
- πηγές
- γραμμές βάσης
- τα ξημερώματα
- τις πρώτες μέρες
- Πρώτη βάση
- παίρνω-παίρνει
- git-goes
- Απόλυτο μηδέν
- αρχές
- αρχές
- Αρχές
- εκκινήσεις
- λανσάρει
- πρωί
- γεννήσεις
- γεννήσεις
- αρχές
- εκκινήσεις
- Σπορείες
- τετράγωνα
- αρχίζει
- κατώφλια
Nearest Words of origins
Definitions and Meaning of origins in English
origins
ancestry, parentage, the intersection of the x-axis and y-axis on a graph, ancestry sense 1, parentage, rise, beginning, or derivation from a source, the point at which something begins or rises or from which it derives, something that creates, causes, or gives rise to another, the more fixed, central, or larger attachment of a muscle, the more fixed, central, or larger attachment of a muscle compare insertion sense 1, basic source or cause, the intersection of coordinate axes, a rising, beginning, or coming from a source
FAQs About the word origins
καταγωγή
ancestry, parentage, the intersection of the x-axis and y-axis on a graph, ancestry sense 1, parentage, rise, beginning, or derivation from a source, the point
κούνιες,ρίζες,πηγές,αρχές,αρχές,Γραμματοσειρές,πηγές,σιντριβάνια,γένεση,πηγές
ζητήματα,σπόρος,σπόροι,παιδια,απόγονος,απόγονοι,οι αφίσες,απόγονοι,γιοι,διάδοχοι
originators => προελεύσεις, originations => Δημιουργίες, originals => πρωτότυπα, orgones => οργόνη, orgone => Οργόνη,