Greek Meaning of wellsprings

πηγές

Other Greek words related to πηγές

Definitions and Meaning of wellsprings in English

wellsprings

a source of continual supply, fountainhead sense 1

FAQs About the word wellsprings

πηγές

a source of continual supply, fountainhead sense 1

σιντριβάνια,καταγωγή,πηγές,αρχές,κούνιες,Γραμματοσειρές,πηγές,ρίζες,Σπορείες,πηγές

βόθρος

well-handled => καλά διαχειριζόμενος, well-conditioned => καλά προσαρμοσμένος, well (up) => καλό (πάνω), welkins => ουρανός, welfares => πρόνοια,