Greek Meaning of stockpiling

Αποθήκευση

Other Greek words related to Αποθήκευση

Definitions and Meaning of stockpiling in English

Wordnet

stockpiling (n)

accumulating and storing a reserve supply

FAQs About the word stockpiling

Αποθήκευση

accumulating and storing a reserve supply

συσσωρεύοντας,συσσώρευση,κρύψιμο,αποθήκευση,Αποκτώντας,συναρμολόγηση,συλλογή,κατάθεση,συνάντηση,φύλαξη

χύτευση,καταναλωτικός,απόρριψη,Τάφρος,ντάμπινγκ,Εκφόρτωση,σπατάλη,απόρριψη,φυσώντας,εξαντλητικό

stockpile => απόθεμα, stockman => Κτηνοτρόφος, stockjobber => Χρηματιστής, stockist => αντιπρόσωπος, stock-in-trade => Αποθεματικό εμπορεύματος,