FAQs About the word unloading

Εκφόρτωση

the labor of taking a load of something off of or out of a vehicle or ship or container etc.

εκφόρτωση,κένωση,εκκενώνω,εκφόρτωση,ανακούφιση,Εκφόρτωση,ξεπακετάρισμα,εκκαθάριση,ελάφρυνση,απελευθερώνω

φόρτωση,Συσκευασία,φόρτιση,γέμιση,εμπλοκή,Γέμιση,κράμπαρης,συσσώρευση,συμφόρηση

unloader => εκφορτωτής, unloaded => ξεφορτωμένο, unload => εκφόρτωση, unliveried => αστολή, unlived => ανέγγιχτος,