Greek Meaning of charging
φόρτιση
Other Greek words related to φόρτιση
Nearest Words of charging
Definitions and Meaning of charging in English
charging (p. pr. & vb. n.)
of Charge
FAQs About the word charging
φόρτιση
of Charge
απαγόρευση,除非,προσφορά,διατάσσων,υπαγόρευση,κατεύθυνση,Επιβάλλοντας,απαγορευτικό,οδηγία,απαγόρευση
επίδομα,Έγκριση,Άδεια,υποστήριξη,εξουσιοδότηση,κάθαρση,συμμόρφωση,Ενθάρρυνση,Επικύρωση,εγκριση
chargeship => έξοδα αποστολής, charges d'affaires => Επιτετραμμένος, charger => φορτιστής, chargeous => χρεώσιμος, chargeman => Εργοδηγός,