Greek Meaning of chariot
άρμα
Other Greek words related to άρμα
- ταξί
- προπονητής
- Κουπέ
- στάδιο
- stagecoach
- μπαρούτσα
- μπρουάμ
- υπηρέτη
- buggy
- Καμπριολέ
- Αμαξάκι
- κάρο
- αμαξάκι
- άμαξα
- Τσάντα μεταφοράς
- πολυθρόνα
- Κουπέ
- Κούρικλ
- προσοχή
- αμάξι για σκύλους
- αμαξάκι
- Πλήρωμα
- συναυλία
- go-kart
- Hackney
- Ταξί
- ντροπαλός
- Χάνσομ κάμπριολε
- Αμαξίδιο
- landau
- φαέθων
- Ταχυδρομική άμαξα
- Εξοπλισμός
- Ρόστερ
- Ροκάουεϊ
- στανχόουπ
- Σάρρεϋ
- τάντεμ
- τιλμπούρι
- Τονγκανικά
- παγίδα
- τρόικα
- Βικτώρια
- Άμαξα
- ντρόσκυ
- τετράτροχη άμαξα
- προσέλευση
Nearest Words of chariot
Definitions and Meaning of chariot in English
chariot (n)
a light four-wheel horse-drawn ceremonial carriage
a two-wheeled horse-drawn battle vehicle; used in war and races in ancient Egypt and Greece and Rome
chariot (v)
transport in a chariot
ride in a chariot
chariot (n.)
A two-wheeled car or vehicle for war, racing, state processions, etc.
A four-wheeled pleasure or state carriage, having one seat.
chariot (v. t.)
To convey in a chariot.
FAQs About the word chariot
άρμα
a light four-wheel horse-drawn ceremonial carriage, a two-wheeled horse-drawn battle vehicle; used in war and races in ancient Egypt and Greece and Rome, transp
ταξί,προπονητής,Κουπέ,στάδιο,stagecoach,μπαρούτσα,μπρουάμ,υπηρέτη,buggy,Καμπριολέ
No antonyms found.
chari-nile => Τσαρί Νείλος, chariness => προφύλαξη, charina bottae => Charina bottae, charina => Καρύνα, charily => φειδωλά,