Greek Meaning of charisma
Χάρισμα
Other Greek words related to Χάρισμα
- ένσταση
- έλξη
- ελκυστικότητα
- γοητεία
- γοητεία
- γοητεία
- γοητεία
- ζωικός μαγνητισμός
- γοητεία
- επιθυμητότητα
- Ντουέντε
- μαγεία
- Πεδίο δύναμης
- γοητεία
- μαγεία
- μαγνητισμός
- όρεξη
- Λάμψη (literally, "shine")
- περιστασιακός
- γλυκάδα
- μαγεία
- ευγένεια
- ελκυστικότητα
- κλήση
- απόλαυση
- απολαυστικότητα
- δόλωμα
- ευγένεια
- Απόλαυση (apólafsi)
Nearest Words of charisma
- charismatic => χαρισματικός
- charitable => φιλανθρωπικός
- charitable trust => Φιλανθρωπικό ίδρυμα
- charitableness => φιλανθρωπία
- charitably => φιλάνθρωπα
- charities => φιλανθρωπικά ιδρύματα
- charity => φιλανθρωπία
- charity case => φιλανθρωπική περίπτωση
- charity shot => φιλανθρωπική βολή
- charity throw => Φιλανθρωπική βολή
Definitions and Meaning of charisma in English
charisma (n)
a personal attractiveness or interestingness that enables you to influence others
FAQs About the word charisma
Χάρισμα
a personal attractiveness or interestingness that enables you to influence others
ένσταση,έλξη,ελκυστικότητα,γοητεία,γοητεία,γοητεία,γοητεία,ζωικός μαγνητισμός,γοητεία,επιθυμητότητα
απώθηση,απωθητικότητα,δυσάρεστος,προσβλητικότητα,δυσάρεστο,Αποστροφή,απεχθές
charism => χάρισμα, charioting => άρμα, charioteer => ηνίοχος, chariotee => Ελληνικά, charioted => άρμα,