Greek Meaning of glamor

γοητεία

Other Greek words related to γοητεία

Definitions and Meaning of glamor in English

Wordnet

glamor (n)

alluring beauty or charm (often with sex-appeal)

FAQs About the word glamor

γοητεία

alluring beauty or charm (often with sex-appeal)

γοητεία,Κατάρα,μαγεία,ξόρκι,Αμπρακατάμπρα (Amprakadámbra),γόητρο,επίκληση,Δεκαεξαδικός,μαγεία,επίκληση

απώθηση,απωθητικότητα,δυσάρεστος,προσβλητικότητα,δυσάρεστο,Αποστροφή,απεχθές

glama => Γκλαμ, glam up => Ομορφάινω, glaive => ξίφος, glairy => Βλεννώδης, glairing => εκτυφλωτικός,