Greek Meaning of glamorization

Μοδάτο

Other Greek words related to Μοδάτο

Definitions and Meaning of glamorization in English

Wordnet

glamorization (n)

the act of glamorizing; making something or someone more beautiful (often in a superficial way)

FAQs About the word glamorization

Μοδάτο

the act of glamorizing; making something or someone more beautiful (often in a superficial way)

ιδεατοποιώ,λατρεύω,ρομαντικοποιώ,γοητευτικός (πάνω),δοξάζω,μεγαλοποιώ,αγιοποιώ,θεοποιώ,ανεβάζω στην τάξη,ευγενίζω

υποτιμώ,καταγγέλλω,απογυμνώ [υφιστάμενο/ουσ] από τη γοητεία του,εξευτελίζω,μειώνω,ελαχιστοποιώ,απαξιώνω,βάλω κάτω

glamorise => εξωραΐζω, glamorisation => γκλαμοροποίηση, glamor => γοητεία, glama => Γκλαμ, glam up => Ομορφάινω,