Greek Meaning of bewitchery
Μαγεία
Other Greek words related to Μαγεία
- μαγεία
- Μαγεία
- μαγεία
- γόητρο
- εξορκισμός
- διαβολία
- διαβολιά
- μαγεία
- γοητεία
- μαγικό
- νεκρομαντεία
- θαυματουργία
- βουντού
- μαγεία
- μαγεία
- Αμπρακατάμπρα (Amprakadámbra)
- αλχημεία
- φυλακτό
- γοητεία
- επίκληση
- Κρυσταλλομαντεία
- Κατάρα
- δαιμονισμός
- μαντεία
- μαντεύω
- εξορκισμός
- πρόβλεψη
- προβλέποντας
- πρόγνωση
- μαντεία
- γοητεία
- γοητεία
- Δεκαεξαδικός
- μαγεία
- γκαντεμιά
- Μαζότ
- αποκρυφισμός
- οιωνός
- φυλαχτό
- Φυλακτήριον
- πρόβλεψη
- προφητεύοντας
- μαντεία
- γοητεία
- ξόρκι
- σπιριτουαλισμός
- φυλακτό
Nearest Words of bewitchery
Definitions and Meaning of bewitchery in English
bewitchery (n)
magnetic personal charm
bewitchery (n.)
The power of bewitching or fascinating; bewitchment; charm; fascination.
FAQs About the word bewitchery
Μαγεία
magnetic personal charmThe power of bewitching or fascinating; bewitchment; charm; fascination.
μαγεία,Μαγεία,μαγεία,γόητρο,εξορκισμός,διαβολία,διαβολιά,μαγεία,γοητεία,μαγικό
Επιστήμη
bewitcher => μάγος, bewitchedness => γοητεία, bewitched => μαγεμένος, bewitch => γοητεύω, bewit => μαγεύω,