Greek Meaning of ensorcellment

γοητεία

Other Greek words related to γοητεία

Definitions and Meaning of ensorcellment in English

ensorcellment

bewitch, enchant

FAQs About the word ensorcellment

γοητεία

bewitch, enchant

μαγεία,Μαγεία,μαγεία,Μαγεία,εξορκισμός,διαβολιά,μαγεία,μαγικό,νεκρομαντεία,θαυματουργία

Επιστήμη

ensorcelling => μαγευτικός, ensorcell => μαγεύω, ensorceling => μαγευτικός, ensorceled => μαγεμένος, ensorcel => μαγεύω,