Greek Meaning of conjuring

εξορκισμός

Other Greek words related to εξορκισμός

Definitions and Meaning of conjuring in English

Wordnet

conjuring (n)

calling up a spirit or devil

FAQs About the word conjuring

εξορκισμός

calling up a spirit or devil

μαγεία,Μαγεία,μαγεία,γόητρο,διαβολία,διαβολιά,μαγεία,μαγικό,νεκρομαντεία,θαυματουργία

Επιστήμη

conjurer => ταχυδακτυλουργός, conjure up => προκαλώ, conjure man => λατινής, conjure => επικαλούμαι, conjuration => επίκληση,