Greek Meaning of hoodoo
χουντού
Other Greek words related to χουντού
- μπλα μπλα
- σάλια
- τζαζ
- κοπριά
- ανοησία
- ξηροί καρποί
- βλακεία
- φασόλια
- παραλογισμό
- Μηλόσουπα
- ανοησίες
- ανοησίες
- καρίνα
- blarney
- φλυαρία
- κουτοπόνηρος
- Μαρμαρίζω
- ανοησίες
- ανοησία
- ταύρος
- Μπάνκομπ
- κουκέτα
- Μπούρδες
- ανοησίες
- Μαλθακίες
- τρέλα
- κανάτα
- ανοησίες
- βιολί
- ανοησίες
- φανέλα
- ανοησίες
- μωρία
- φάτζ
- μπούρδες
- Ανοησίες
- σαχλαμάρα
- μούφα
- Απάτη
- Τρέλα
- Τρέλα
- Μαλακίες
- ανοησίες
- σεληνόφως
- σαχλαμάρες
- ανοησίες
- πανκ
- σάπιος
- Ταραντέλλα
- Ανοησία
- Μαλ***ίες
- ανοησία
- μετριότητες
- φλυαρίες
- μπλα μπλα
- σκατά
- Ανοησία
- ανοησίες
- Βλακείες
- Χόκεϊ επί πάγου
- νέρτες
- ανοησία
- φαιδρότητα
- αέριο
- ελληνικός
- αλαμπραμπαλαμ
- Επιτηδευμένος
- Ζεστός αέρας
- ηλιθιότητα
- ματαιότητα
- τρέλα
- Μαϊμουδέματα
- Μπουρδολογία
- φλυαρία
- ανοησία
- λάσπη
- ανοησία
- ανοησίες
- κενότητα
- Τρέλα
- Μαϊμουδίες
- κατεργαριά
Nearest Words of hoodoo
Definitions and Meaning of hoodoo in English
hoodoo (n)
(geology) a column of weathered and unusually shaped rock
a practitioner of voodoo
a charm superstitiously believed to embody magical powers
something believed to bring bad luck
hoodoo (v)
bring bad luck; be a source of misfortune
hoodoo (n.)
One who causes bad luck.
A natural rock pile or pinnacle of fantastic shape.
hoodoo (v. t.)
To be a hoodoo to; to bring bad luck to by occult influence; to bewitch.
FAQs About the word hoodoo
χουντού
(geology) a column of weathered and unusually shaped rock, a practitioner of voodoo, a charm superstitiously believed to embody magical powers, something believ
μπλα μπλα,σάλια,τζαζ,κοπριά,ανοησία,ξηροί καρποί,βλακεία,φασόλια,παραλογισμό,Μηλόσουπα
κοινή λογική,κοινή λογική,Ορθολογισμός,λογικότητα,αίσθηση,Διάκριση,κρίση,κρίση,φρόνηση,σοφία
hoodmould => γείσο, hoodmold => Τσιμούχα, hoodman-blind => Πουλάρι που τυφλώνει, hoodman => κουκούλα, hoodlum => αλήτης,