Greek Meaning of hoodlum
αλήτης
Other Greek words related to αλήτης
- ληστής
- εγκληματίας
- γκάνγκστερ
- κακούργος
- κακός
- δολοφόνος
- εκφοβιστής
- μέλος συμμορίας
- γκάγκστερ
- μπάχαλος
- Γορίλας
- καπό
- Χούλιγκαν
- γκάνγκστερ
- παραβάτης
- πειρατής
- άσχημος
- πανκ
- Τραχύς λαιμός
- θορυβώδης
- τραμπούκος
- Κλέφτης
- σκληρός
- αρχιμαλάκας
- μπουμπούνας
- Μπράβο
- ληστής
- απατεώνας
- αδίστακτος
- Απελπισμένος
- κακούργος
- ένοπλος
- Ληστής
- ανήλικος παραβάτης
- παραβάτης
- μαφιόζος
- κακούργος
- Φλυτζάνι
- παράνομος
- εγκληματίας
- δράστης
- πορτοφολάς
- εκβιαστής
- ληστής
- απατεώνας
- δύσκολος άνθρωπος
- σκληραγωγημένος
- Βάνδαλος
Nearest Words of hoodlum
- hoodless => χωρίς κουκούλα
- hooding => κουκούλα
- hooded skunk => Άσπρο και μαύρο βιζόν
- hooded sheldrake => Νεροκότα με μαύρο σκούφο
- hooded seal => Φώκια με τιάρα
- hooded pitcher plant => Κουκουναριά
- hooded merganser => Γκρας
- hooded ladies' tresses => Ορχιδέα με κουκούλα
- hooded coat => Κουκούλα
- hooded cloak => Κουκούλα
Definitions and Meaning of hoodlum in English
hoodlum (n)
an aggressive and violent young criminal
hoodlum (n.)
A young rowdy; a rough, lawless fellow.
FAQs About the word hoodlum
αλήτης
an aggressive and violent young criminalA young rowdy; a rough, lawless fellow.
ληστής,εγκληματίας,γκάνγκστερ,κακούργος,κακός,δολοφόνος,εκφοβιστής,μέλος συμμορίας,γκάγκστερ,μπάχαλος
No antonyms found.
hoodless => χωρίς κουκούλα, hooding => κουκούλα, hooded skunk => Άσπρο και μαύρο βιζόν, hooded sheldrake => Νεροκότα με μαύρο σκούφο, hooded seal => Φώκια με τιάρα,