Greek Meaning of hoodlum

αλήτης

Other Greek words related to αλήτης

Definitions and Meaning of hoodlum in English

Wordnet

hoodlum (n)

an aggressive and violent young criminal

Webster

hoodlum (n.)

A young rowdy; a rough, lawless fellow.

FAQs About the word hoodlum

αλήτης

an aggressive and violent young criminalA young rowdy; a rough, lawless fellow.

ληστής,εγκληματίας,γκάνγκστερ,κακούργος,κακός,δολοφόνος,εκφοβιστής,μέλος συμμορίας,γκάγκστερ,μπάχαλος

No antonyms found.

hoodless => χωρίς κουκούλα, hooding => κουκούλα, hooded skunk => Άσπρο και μαύρο βιζόν, hooded sheldrake => Νεροκότα με μαύρο σκούφο, hooded seal => Φώκια με τιάρα,