Greek Meaning of perpetrator
δράστης
Other Greek words related to δράστης
- δολοφόνος
- ληστής
- εγκληματίας
- κακούργος
- ένοπλος
- παραβάτης
- κακούργος
- παραβάτης
- παράνομος
- εγκληματίας
- Μπράβο
- ληστής
- εκφοβιστής
- απατεώνας
- Απελπισμένος
- μέλος συμμορίας
- γκάγκστερ
- γκάνγκστερ
- μπάχαλος
- Γορίλας
- Ληστής
- καπό
- αλήτης
- Χούλιγκαν
- μαφιόζος
- γκάνγκστερ
- πειρατής
- πανκ
- ληστής
- Τραχύς λαιμός
- θορυβώδης
- τραμπούκος
- Κλέφτης
- κακούργος
- σκληρός
- δύσκολος άνθρωπος
- κακός
- αδίστακτος
- ανήλικος παραβάτης
- Φλυτζάνι
- πορτοφολάς
- άσχημος
- εκβιαστής
- απατεώνας
- σκληραγωγημένος
- Βάνδαλος
- αρχιμαλάκας
- μπουμπούνας
Nearest Words of perpetrator
- perpetuable => αιώνιος
- perpetual => αιώνιος
- perpetual calendar => Αιώνιο ημερολόγιο
- perpetual motion => αιώνια κινηση
- perpetual motion machine => μηχανή διαρκούς κίνησης
- perpetual warrant => Διηνεκές προαιρετικό δικαίωμα
- perpetually => αιώνια
- perpetualty => αιωνιότητα
- perpetuance => αιωνιότητα
- perpetuate => διαιωνίζω
Definitions and Meaning of perpetrator in English
perpetrator (n)
someone who perpetrates wrongdoing
perpetrator (n.)
One who perpetrates; esp., one who commits an offense or crime.
FAQs About the word perpetrator
δράστης
someone who perpetrates wrongdoingOne who perpetrates; esp., one who commits an offense or crime.
δολοφόνος,ληστής,εγκληματίας,κακούργος,ένοπλος,παραβάτης,κακούργος,παραβάτης,παράνομος,εγκληματίας
No antonyms found.
perpetration => διάπραξη, perpetrating => διαπράττων, perpetrated => τελεσθεί, perpetrable => εκτελεστός, perpession => Καθέτως,