Greek Meaning of perpetual warrant
Διηνεκές προαιρετικό δικαίωμα
Other Greek words related to Διηνεκές προαιρετικό δικαίωμα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of perpetual warrant
Definitions and Meaning of perpetual warrant in English
perpetual warrant (n)
a warrant with no expiration date
FAQs About the word perpetual warrant
Διηνεκές προαιρετικό δικαίωμα
a warrant with no expiration date
No synonyms found.
No antonyms found.
perpetual motion machine => μηχανή διαρκούς κίνησης, perpetual motion => αιώνια κινηση, perpetual calendar => Αιώνιο ημερολόγιο, perpetual => αιώνιος, perpetuable => αιώνιος,