Greek Meaning of perpetuated
διαιωνισμένος
Other Greek words related to διαιωνισμένος
Nearest Words of perpetuated
- perpetuate => διαιωνίζω
- perpetuance => αιωνιότητα
- perpetualty => αιωνιότητα
- perpetually => αιώνια
- perpetual warrant => Διηνεκές προαιρετικό δικαίωμα
- perpetual motion machine => μηχανή διαρκούς κίνησης
- perpetual motion => αιώνια κινηση
- perpetual calendar => Αιώνιο ημερολόγιο
- perpetual => αιώνιος
- perpetuable => αιώνιος
Definitions and Meaning of perpetuated in English
perpetuated (imp. & p. p.)
of Perpetuate
FAQs About the word perpetuated
διαιωνισμένος
of Perpetuate
γιορτάζεται,αναμνηστικό,αιώνιος,τιμώμενος,αθανάτισε,καθιερωμένος,συντηρημένο,απομνημονευμένο,συντηρημένο,προστατευμένο
θρυμματισμένος,κατεδαφισμένο,κατεστραμμένος,σβησμένος,σβήνω,εξαντλημένος,δεκατισμένος,κατεστραμμένος, ερειπωμένος,εξαλειμμένος,διαγραμμένος
perpetuate => διαιωνίζω, perpetuance => αιωνιότητα, perpetualty => αιωνιότητα, perpetually => αιώνια, perpetual warrant => Διηνεκές προαιρετικό δικαίωμα,