Greek Meaning of expunged

εκκαθαρισμένο

Other Greek words related to εκκαθαρισμένο

Definitions and Meaning of expunged in English

Webster

expunged (imp. & p. p.)

of Expunge

FAQs About the word expunged

εκκαθαρισμένο

of Expunge

καταργήθηκε,κατεστραμμένος,εξαλειμμένος,διαγραμμένος,εξαντλημένος,σβησμένο,ματαιωμένο,ακυρώθηκε,κατεδαφισμένο,σβήστηκε

συντηρημένο,προστατευμένο,αποθηκευμένο,δημιούργησε,κατασκευασμένο,συντηρημένο,επινοημένος,διαμορφωμένο,σταθερός,σφυρηλατημένος

expunge => διαγράφω, expunction => διαγραφή, expulsive => απωθητικό, expulsion => απέλαση, expulser => εκτοξευτήρας,