Greek Meaning of expulse
απελάσεις
Other Greek words related to απελάσεις
Nearest Words of expulse
Definitions and Meaning of expulse in English
expulse (v. t.)
To drive out; to expel.
FAQs About the word expulse
απελάσεις
To drive out; to expel.
αποβάλλω / εξορίζω,απολύω,εκτινάσσω,εξαλείφω,εξώσεις,εξαιρείς,Εξορία,εκβάλλω,εκτοπίζω,Τελειώνω
αποδέχομαι,ομολογώ,λαμβάνω,επαναπατρίζω,Διασκέδαση,σπίτι,πολιτογραφώ,καταφύγιο,παίρνω,λιμάνι
expugner => κατακτητής, expugnation => κατάληψη, expugnable => Κατακτητό, expugn => εκπορθήσω, expropriation => απαλλοτρίωση,