Greek Meaning of expropriation
απαλλοτρίωση
Other Greek words related to απαλλοτρίωση
- προσάρτηση
- ιδιοποίηση
- κρίση
- εξαγορά
- σφετερισμός
- αλαζονεία
- επίταξη
- κατάσχεση
- εισβολή
- κατάχρηση
- κατοχή
- επάγγελμα
- προτίμηση
- κλοπή
- υπόθεση
- συνημμένο αρχείο
- υπεξαίρεση
- λεηλασία
- κράτηση
- στέρηση
- Έκρηξη
- υπεξαίρεση
- παραβίαση
- αρπάζω
- Κατάσχεση
- παράβαση
- λεηλασία
- εσφαλμένη εφαρμογή
- Απαλλοτρίωση
- υπεξαίρεση
- λεηλασία
- πειρατεία
- επανάκτηση
- κατάσχεση
- απόσυρση
- παράβαση
Nearest Words of expropriation
Definitions and Meaning of expropriation in English
expropriation (n)
taking out of an owner's hands (especially taking property by public authority)
expropriation (n.)
The act of expropriating; the surrender of a claim to exclusive property; the act of depriving of ownership or proprietary rights.
FAQs About the word expropriation
απαλλοτρίωση
taking out of an owner's hands (especially taking property by public authority)The act of expropriating; the surrender of a claim to exclusive property; the act
προσάρτηση,ιδιοποίηση,κρίση,εξαγορά,σφετερισμός,αλαζονεία,επίταξη,κατάσχεση,εισβολή,κατάχρηση
No antonyms found.
expropriate => απαλλοτριώνω, exprobratory => δημευτικός, exprobrative => απαλλοτριωτικός, exprobration => απαλλοτρίωση, exprobrate => απαλλοτριώνω,