FAQs About the word despoilment

λεηλασία

the act of stripping and taking by forceDespoliation.

λεηλασία,λεηλασία,λεηλασία,λεηλατώντας,λεηλασία,λεηλασία,επιδρομή,λεηλασία,πειρατεία,απόλυση

No antonyms found.

despoiling => λεηλασία, despoiler => βεβηλωτής, despoiled => λεηλατήθηκε, despoilation => λεηλασία, despoil => λεηλατώ,