Greek Meaning of takeover
εξαγορά
Other Greek words related to εξαγορά
- αρνούμαι
- αποκήρυξη
- απαρνιέμαι
- απέχω (από)
- αρνούμαι
- απαρνηθώ
- αποκηρύσσω
- ανακαλώ
- ξαναπαίρνω
- απορρίπτω
- αναληψη
- απαρνηθώ
- απέχεται (από)
- αποφεύγω
- παράκαμψη
- πτώση
- ανέχεσθαι
- εγκαταλείπω
- ανακαλώ
- απορρίπτω
- περιφρονώ
- εγκαταλείπω
- υποχωρώ
- υποχωρώ
- επιστροφή προς τα πίσω
- παράκαμψη
- εγκαταλείπω
- παραιτούμαι
- παράδοση
- ανέκφραστο
Nearest Words of takeover
Definitions and Meaning of takeover in English
takeover (n)
a sudden and decisive change of government illegally or by force
a change by sale or merger in the controlling interest of a corporation
FAQs About the word takeover
εξαγορά
a sudden and decisive change of government illegally or by force, a change by sale or merger in the controlling interest of a corporation
συμπληρώνω,Αντικαταστάτης,αντικαταστάτης,εξώφυλλο,χτυπώ τη μπάλα στη θέση κάποιου άλλου,ξόρκι,βήμα σε,υπότιτλος,(διπλό (ως)),ανακουφίζω
αρνούμαι,αποκήρυξη,απαρνιέμαι,απέχω (από),αρνούμαι,απαρνηθώ,αποκηρύσσω,ανακαλώ,ξαναπαίρνω,απορρίπτω
takeout food => Παραγγελία απ' έξω, takeout => Παράδοση, takeoff rocket => Πύραυλος απογείωσης, takeoff booster => Ενισχυτής απογείωσης, take-off => απογείωση,