Greek Meaning of commandeering
επίταξη
Other Greek words related to επίταξη
- ιδιοποίηση
- κρίση
- εξαγορά
- προσάρτηση
- αλαζονεία
- απαλλοτρίωση
- αρπάζω
- εισβολή
- κατάχρηση
- κατοχή
- επάγγελμα
- προτίμηση
- κλοπή
- σφετερισμός
- υπόθεση
- συνημμένο αρχείο
- κατάσχεση
- υπεξαίρεση
- κράτηση
- Έκρηξη
- υπεξαίρεση
- παραβίαση
- Κατάσχεση
- παράβαση
- λεηλασία
- εσφαλμένη εφαρμογή
- Απαλλοτρίωση
- υπεξαίρεση
- λεηλασία
- πειρατεία
- επανάκτηση
- κατάσχεση
- απόσυρση
- παράβαση
Nearest Words of commandeering
- commandeered => κατασχεθεί
- commandeer => επιτάσσειν
- commandant => Διοικητής
- command sergeant major => Αρχισμηνίας
- command prompt => γραμμή εντολών
- command processing overhead time => Χρόνος επίβλεψης επεξεργασίας εντολών
- command processing overhead => δαπάνες επεξεργασίας εντολών
- command post => Θέση διοίκησης
- command overhead => Έξοδα διαχείρισης εντολών
- command module => Μονάδα Διοικήσεως
Definitions and Meaning of commandeering in English
commandeering (p. pr. & vb. n.)
of Commandeer
FAQs About the word commandeering
επίταξη
of Commandeer
ιδιοποίηση,κρίση,εξαγορά,προσάρτηση,αλαζονεία,απαλλοτρίωση,αρπάζω,εισβολή,κατάχρηση,κατοχή
No antonyms found.
commandeered => κατασχεθεί, commandeer => επιτάσσειν, commandant => Διοικητής, command sergeant major => Αρχισμηνίας, command prompt => γραμμή εντολών,