Greek Meaning of stripping
απόσυρση
Other Greek words related to απόσυρση
- βία
- στέρηση
- Έκρηξη
- παραβίαση
- παράβαση
- εισβολή
- λεηλασία
- κατοχή
- επάγγελμα
- λεηλασία
- προσάρτηση
- κατάσχεση
- λεηλασία
- απεπίλωση
- υπεξαίρεση
- αρπάζω
- εσφαλμένη εφαρμογή
- Απαλλοτρίωση
- κατάχρηση
- υπεξαίρεση
- πειρατεία
- προκατάληψη
- εξαγορά
- κλοπή
- παράβαση
- ιδιοποίηση
- αλαζονεία
- υπόθεση
- συνημμένο αρχείο
- επίταξη
- υπεξαίρεση
- απαλλοτρίωση
- Κατάσχεση
- προτίμηση
- επανάκτηση
- κρίση
- κατάσχεση
- σφετερισμός
Nearest Words of stripping
Definitions and Meaning of stripping in English
stripping (n)
the removal of covering
FAQs About the word stripping
απόσυρση
the removal of covering
βία,στέρηση,Έκρηξη,παραβίαση,παράβαση,εισβολή,λεηλασία,κατοχή,επάγγελμα,λεηλασία
διάταξη,ρούχα,κάλυψη,δάπεδο βεράντας,σάλτσα,φτέρωμα,επενδύσεις,ντύσιμο,απόκτηση,κοστούμια
stripped-down => γυμνό, stripped => γυμνός, strip-mined => Εξάγεται σε λωρίδες, stripling => Νεαρός, striping => Γραμμωτός,