Greek Meaning of stripping

απόσυρση

Other Greek words related to απόσυρση

Definitions and Meaning of stripping in English

Wordnet

stripping (n)

the removal of covering

FAQs About the word stripping

απόσυρση

the removal of covering

βία,στέρηση,Έκρηξη,παραβίαση,παράβαση,εισβολή,λεηλασία,κατοχή,επάγγελμα,λεηλασία

διάταξη,ρούχα,κάλυψη,δάπεδο βεράντας,σάλτσα,φτέρωμα,επενδύσεις,ντύσιμο,απόκτηση,κοστούμια

stripped-down => γυμνό, stripped => γυμνός, strip-mined => Εξάγεται σε λωρίδες, stripling => Νεαρός, striping => Γραμμωτός,